- κάλλαϊς
- και κάλαϊς, η (Α κάλλαϊς και κάλαϊς)πολύτιμος λίθος γλαυκοπράσινου χρώματοςνεοελλ.(ορυκτ.) ορυκτό άμορφο με χρώμα γαλάζιο ή πράσινο, κν. περουζέςαρχ.κόκορας.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλάινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάλλαϊς ή καλλαΐτης — Βλ. λ. καλαΐτης … Dictionary of Greek
καλάι — Πόλη της Γαλλίας. Βλ. λ. Καλέ. * * * και καλλάι, το (Μ καλάι) το μέταλλο κασσίτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κάλλαϊς «είδος πολύτιμου λίθου» ή, κατ άλλους, από το τουρκ. kalay, το οποίο είναι πιθ. αντιδάνειο από το αρχ. κάλλαϊς] … Dictionary of Greek
calaíta — ► sustantivo femenino MINERALOGÍA Turquesa, mineral azul verdoso. * * * calaíta (del lat. «callӑis») f. Turquesa (*piedra preciosa). * * * calaíta. (Del lat. callaĭs, y este del gr. κάλλαϊς). f. turquesa (ǁ mineral) … Enciclopedia Universal
κάλαϊς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της Ωρειθυίας, αδελφός του Ζήτη. Στην Αργοναυτική εκστρατεία τα δύο αδέλφια, εξαιρετικά ευκίνητοι και ωραίοι άντρες, ελευθέρωσαν τον Φινέα από τις Άρπυιες. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο… … Dictionary of Greek
περουζές — και περουτζές, ο, Ν ο πολύτιμος λίθος κάλλαϊς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. peruze] … Dictionary of Greek
τουρκουάζ — Το ορυκτό κάλλαϊς. * * * το, Ν βλ. τυρκουάζ … Dictionary of Greek
calaíta — (Del lat. callaĭs, y este del gr. κάλλαϊς). f. turquesa (ǁ mineral) … Diccionario de la lengua española